stypendium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stypendium | stypendia |
γενική | stypendiów | |
δοτική | stypendiom | |
αιτιατική | stypendia | |
οργανική | stypendiami | |
τοπική | stypendiach | |
κλητική | stypendia |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
stypendium < λατινική stipendium
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stypendium (pl) ουδέτερο