sutura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sutura
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sutura | suturae |
γενική | suturae | suturārum |
δοτική | suturae | suturīs |
αιτιατική | suturam | suturās |
κλητική | sutura | suturae |
αφαιρετική | suturā | suturīs |