sylaba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sylaba | sylaby |
γενική | sylaby | sylab |
δοτική | sylabie | sylabom |
αιτιατική | sylabę | sylaby |
οργανική | sylabą | sylabami |
τοπική | sylabie | sylabach |
κλητική | sylabo | sylaby |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sylaba (pl) θηλυκό
- η συλλαβή