umiditate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
umiditate (ro) θηλυκό
- η υγρασία
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του umiditate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o umiditate | umiditatea | nişte umidități | umiditățile |
γενική | a unei umidități | umidității | a unor umidități | umidităților |
δοτική | a unei umidități | umidității | a unor umidități | umidităților |
αιτιατική | o umiditate | umiditatea | nişte umidități | umiditățile |
κλητική | — | - | — | - |