wrażenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wrażenie wrażenia
γενική wrażenia wrażeń
δοτική wrażeniu wrażeniom
αιτιατική wrażenie wrażenia
οργανική wrażeniem wrażeniami
τοπική wrażeniu wrażeniach
κλητική wrażenie wrażenia

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wrażenie (pl) ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]