wykładnik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wykładnik wykładniki
γενική wykładnika wykładników
δοτική wykładnikowi wykładnikom
αιτιατική wykładnik wykładniki
οργανική wykładnikiem wykładnikami
τοπική wykładniku wykładnikach
κλητική wykładniku wykładniki


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wykładnik (pl) αρσενικό