écervelé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écervelé < écerveler < cervel < λατινική cerebellum < cerebrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱara-
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écervelé | écervelés |
θηλυκό | écervelée | écervelées |
écervelé (fr)