ανεγκέφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεγκέφαλος -η -ο
- που δεν έχει εγκέφαλο, , ανόητος, απερίσκεπτος