équivoque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- équivoque < λατινική aequivocus
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
équivoque | équivoques |
équivoque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
équivoque | équivoques |
équivoque (fr) θηλυκό
- το διφορούμενο