ĉevalejo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevalejo | ĉevalejoj |
αιτιατική | ĉevalejon | ĉevalejojn |
ĉevalejo (eo)
- ο στάβλος των αλόγων, το ιπποστάσιο