ιπποστάσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιπποστάσιο τα ιπποστάσια
      γενική του ιπποστασίου
ιπποστάσιου
των ιπποστασίων
    αιτιατική το ιπποστάσιο τα ιπποστάσια
     κλητική ιπποστάσιο ιπποστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιπποστάσιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱπποστάσιον. Συγχρονικά αναλύεται σε ίππ(ος) + -ο- + -στάσιο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.poˈsta.si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπ‐πο‐στά‐σι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιπποστάσιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]