șofer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]șofer (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του șofer
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un șofer | șoferul | nişte șoferi | șoferii |
γενική | a unui șofer | șoferului | a unor șoferi | șoferilor |
δοτική | unui șofer | șoferului | unor șoferi | șoferilor |
αιτιατική | un șofer | șoferul | nişte șoferi | șoferii |
κλητική | — | - | — | - |