Βερνόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βέρνον

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βερνόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική Vernon < γαλατική uerna (άλνος, το φυτό σκλήθρα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βερνόν θηλυκό ή ουδέτερο (άκλιτο)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]