Βερνόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βερνόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική Vernon < γαλατική uerna (άλνος, το φυτό σκλήθρα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βερνόν θηλυκό ή ουδέτερο (άκλιτο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Βερνόν στη Νορμανδία στη γαλλική Βικιπαίδεια
- Βερνόν στην Ωβέρνη-Ρον-Αλπ στη γαλλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια - τοπωνύμια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)