Γονατά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γονατά < γενική ενικού του αρσενικού Γονατάς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣo.naˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γο‐να‐τά
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γονατά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Γονατά αρσενικό