τραπεζίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ)
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:τραπεζίτης
Γραμμή 76: Γραμμή 76:
[[fr:τραπεζίτης]]
[[fr:τραπεζίτης]]
[[li:τραπεζίτης]]
[[li:τραπεζίτης]]
[[pl:τραπεζίτης]]

Αναθεώρηση της 11:08, 19 Αυγούστου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραπεζίτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

Τρεις τραπεζίτες(2)

τραπεζίτης αρσενικό

  1. ιδιοκτήτης τράπεζας
  2. Πρότυπο:ανατ δόντι το πίσω μέρος του στόματος με μεγάλη μασητική επιφάνεια

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τραπεζιτησ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τραπεζίτησ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'τραπεζίτης'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τραπεζιτησ».