αρκτικόλεξο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 105: | Γραμμή 105: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:αρκτικόλεξο]] |
[[en:αρκτικόλεξο]] |
Αναθεώρηση της 01:15, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αρκτικόλεξο ουδέτερο
- συντομευμένη μορφή ενός πολυλεκτικού όρου ή ονόματος (π.χ. επωνυμίας) που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα ή από ορισμένες συλλαβές του πλήρους όρου ή ονόματος και προφέρεται με διαδοχική απαγγελία των ονομάτων των γραμμάτων του
Δείτε επίσης
- Κατηγορία:Αρκτικόλεξα (ελληνικά)
- ακρωνύμιο και ακρώνυμο
- βραχυγραφία
- επωνυμία
- παρωνύμιο και παρώνυμο
- συντομογραφία