εξάπτομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 99: | Γραμμή 99: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 02:56, 23 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξάπτομαι < παθητική φωνή του εξάπτω
Ρήμα
εξάπτομαι , στ.μέλλ.: θα εξαφθώ, αόρ.: εξάφθηκα, μτχ.π.π.: εξημμένος
- με εξάπτουν
- με αυτές τις διηγήσεις εξάφθηκε η φαντασία του
- θυμώνω, νευριάζω, "ανάβω"
- μην εξάπτεσαι, θα σου τα εξηγήσω όλα!
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξάπτομαι
|