άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# (ορισμός) μεγάλο [[ωκεανός|ωκεάνειο]] βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φώς
# (ορισμός) μεγάλο [[ωκεανός|ωκεάνειο]] βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φώς
# (φυσ.) η φερώνυμη αβυσσική, θαλάσσια ζώνη
# (συνκδ.) η ίδια η [[θάλασσα]]: «''...και σκότος ήν επάνω της '' '''''αβύσσου...'''''» (Γένεσις 1,2)
# (συνκδ.) η ίδια η [[θάλασσα]]: «''...και σκότος ήν επάνω της '' '''''αβύσσου...'''''» (Γένεσις 1,2)
# μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
# μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)

Αναθεώρηση της 10:48, 8 Μαρτίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'έρημος'

Ετυμολογία

άβυσσος αρχαία ελληνικήἄβυσσος < επίθετο ἄβυσσος < α στερητικό + βυσσός (βυθός)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

άβυσσος θηλυκό

  1. (ορισμός) μεγάλο ωκεάνειο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φώς
  2. (φυσ.) η φερώνυμη αβυσσική, θαλάσσια ζώνη
  3. (συνκδ.) η ίδια η θάλασσα: «...και σκότος ήν επάνω της αβύσσου...» (Γένεσις 1,2)
  4. μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
  5. ο οιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος, «η άβυσσος του σύμπαντος»
  6. (μεταφορ.) μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά, «τρώει την άβυσσο», «με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος»
  7. (μεταφορ.) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς, «άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων»

Μεταφράσεις