βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|βαστάζω}} |
|||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
Αναθεώρηση της 13:44, 8 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
βαστώ, πρτ.: βαστούσα και βάσταγα, στ.μέλλ.: θα βαστήξω και βαστάξω, αόρ.: βαστησα και βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι
- κρατώ, στηρίζω
- τον βάσταγε από το χέρι
- συγκρατώ
- τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
- αντέχω
- δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα
- διαρκώ, κρατάω
- Πόσες μέρες, πόσες νύχτες βάσταξε η αρρώστια του Φραγκίσκου; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)