τραπεζίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
μ προσθήκη {{clear}}
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
* [[φρονιμίτης]]
* [[φρονιμίτης]]


{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή|ιδιοκτήτης τράπεζας}}
{{μτφ-αρχή|ιδιοκτήτης τράπεζας}}

Αναθεώρηση της 10:17, 16 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραπεζίτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

Τρεις τραπεζίτες(2)

τραπεζίτης αρσενικό

  1. ιδιοκτήτης τράπεζας
  2. Πρότυπο:ανατ δόντι το πίσω μέρος του στόματος με μεγάλη μασητική επιφάνεια

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις