Ιωνάθαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ιωνάθαν < αρχαία ελληνική Ἰωνάθαν
Ερμηνεία: "ο Ιεχωβά έχει δώσει ".
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.oˈna.θan/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιωνάθαν αρσενικό