Καράμπελα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καράμπελα < γενική ενικού του αρσενικού Καράμπελας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈɾa.be.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρά‐μπε‐λα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καράμπελα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Καράμπελα αρσενικό