Καρπάθιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καρπάθιο < Καρπάθιο πέλαγος με παράλειψη του ουσιαστικού πέλαγος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Καρπάθιος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρπάθιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Καρπάθιο ουδέτερο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του Καρπάθιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του Καρπάθιος