Κλεινοβός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κλεινοβός
      γενική του Κλεινοβού
    αιτιατική τον Κλεινοβό
     κλητική Κλεινοβέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κλεινοβός < Κλινοβός[1]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κλεινοβός αρσενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. Η γραφή με ει παρετυμολογείται από το άσχετο με την ονομασία του χωριού αρχαιοελληνικό επίθετο κλεινός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]