Μεσολόγγη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μεσολόγγη < γενική ενικού του αρσενικού Μεσολόγγης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.soˈloŋ.gi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐σο‐λόγ‐γης
- ομόηχο: Μεσολόγγι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μεσολόγγη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Μεσολόγγης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Μεσολόγγη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Μεσολόγγης