Μπεντικιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μπεντικιάν : πατρωνυμικό, προέλευσης από την αρμενική , άλλη μορφή του Πετικιάν. Μορφολογικά αναλύεται σε Μπεντίκ (= Πετίκ, υποκοριστικό του Πετρός - Μπεντρός) + -ιάν
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μπεντικιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε Πετροσιάν