Πετρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πετρός < άμεσο δάνειο από την αρμενική Պետրոս (Petros) < αρχαία ελληνική Πέτρος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πετρός αρσενικό, άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]