Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νεόφυτα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Νεόφυτα
      γενική των Νεόφυτων
& Νεοφύτων
    αιτιατική τα Νεόφυτα
     κλητική Νεόφυτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Νεόφυτα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Νεόφυτα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό