Πιστολάκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πιστολάκη < γενική ενικού του αρσενικού Πιστολάκης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.stoˈla.ciˈ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐στο‐λά‐κη
- ομόηχο: πιστολάκι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πιστολάκη θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Πιστολάκης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Πιστολάκη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Πιστολάκης