Πρωτέκδικου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πρωτέκδικου < γενική ενικού του αρσενικού Πρωτέκδικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈtek.ði.ku/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρω‐τέκ‐δι‐κου
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πρωτέκδικου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Πρωτέκδικου αρσενικό
- γενική ενικού του Πρωτέκδικος