Ραιδεστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ραιδεστός | ||
γενική | της | Ραιδεστού | ||
αιτιατική | τη | Ραιδεστό | ||
κλητική | Ραιδεστέ | |||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ραιδεστός < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική Ῥαιδεστός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ραιδεστός θηλυκό, μόνο στον ενικό
- πόλη της Τουρκίας στην Ανατολική Θράκη, το Τεκίρνταγ (και Τεκιρντάγ)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ραιδεστός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'οδός' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)