Σον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Σον < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) αγγλική Sean (προφορά /ʃɔːn/) → και δείτε  Sean στο αγγλικό Βικιλεξικό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σον αρσενικό, άκλιτο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • Σων (μη απλοποιημένη γραφή)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Σον < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική Saône (προφορά /son/)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σον αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]