Χαϊραμπέτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χαϊραμπέτ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Հայրապետ (Hayrapet) < παλαιά αρμενική հայրապետ (hayrapet, πατριάρχης)[1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χαϊραμπέτ αρσενικό, άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Χαϊραμπέτ
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ο αποκαλούμενος «καθολικός» σε ορισμένες Εκκλησίες του Ανατολικού Χριστιανισμού.
Πηγές[επεξεργασία]
- Հրաչյա Աճառյան (Χρατσιά Ατσαριάν), Հայոց անձնանունների բառարան (Λεξικό αρμενικών προσωπικών ονομάτων) [1942–1962], τόμ. 3 (Γιερεβάν: Εκδ. Οίκος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Γιερεβάν, 1944), σ. 38.