άκυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ci.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κυ‐ρα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
άκυρα (τροπικό επίρρημα)
- με τρόπο άκυρο, όχι έγκυρα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- άκυρα: κλιτός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άκυρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άκυρος