αισιόδοξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισιόδοξα < αισιόδοξος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αισιόδοξα
- με αισιοδοξία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισιόδοξα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αισιόδοξα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αισιόδοξος