αισχυνόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἰσχυνόμενος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισχυνόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰσχυνόμενος

Μετοχή[επεξεργασία]

αισχυνόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο αἰσχυνόμενος)