αναγουλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγουλιάζω < ανα- + μεσαιωνική ελληνική γούλα + -ιάζω < λατινική gula (λαιμός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷel- (λαιμός)
Ρήμα
[επεξεργασία]αναγουλιάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναγούλα
- αναγουλιά
- αναγουλιάρικος
- αναγούλιασμα
- αναγουλιασμένος
- αναγουλιαστικά
- αναγουλιαστικός
- γουλιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναγουλιάζω | αναγούλιαζα | θα αναγουλιάζω | να αναγουλιάζω | αναγουλιάζοντας | |
β' ενικ. | αναγουλιάζεις | αναγούλιαζες | θα αναγουλιάζεις | να αναγουλιάζεις | αναγούλιαζε | |
γ' ενικ. | αναγουλιάζει | αναγούλιαζε | θα αναγουλιάζει | να αναγουλιάζει | ||
α' πληθ. | αναγουλιάζουμε | αναγουλιάζαμε | θα αναγουλιάζουμε | να αναγουλιάζουμε | ||
β' πληθ. | αναγουλιάζετε | αναγουλιάζατε | θα αναγουλιάζετε | να αναγουλιάζετε | αναγουλιάζετε | |
γ' πληθ. | αναγουλιάζουν(ε) | αναγούλιαζαν αναγουλιάζαν(ε) |
θα αναγουλιάζουν(ε) | να αναγουλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναγούλιασα | θα αναγουλιάσω | να αναγουλιάσω | αναγουλιάσει | ||
β' ενικ. | αναγούλιασες | θα αναγουλιάσεις | να αναγουλιάσεις | αναγούλιασε | ||
γ' ενικ. | αναγούλιασε | θα αναγουλιάσει | να αναγουλιάσει | |||
α' πληθ. | αναγουλιάσαμε | θα αναγουλιάσουμε | να αναγουλιάσουμε | |||
β' πληθ. | αναγουλιάσατε | θα αναγουλιάσετε | να αναγουλιάσετε | αναγουλιάστε | ||
γ' πληθ. | αναγούλιασαν αναγουλιάσαν(ε) |
θα αναγουλιάσουν(ε) | να αναγουλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναγουλιάσει | είχα αναγουλιάσει | θα έχω αναγουλιάσει | να έχω αναγουλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναγουλιάσει | είχες αναγουλιάσει | θα έχεις αναγουλιάσει | να έχεις αναγουλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναγουλιάσει | είχε αναγουλιάσει | θα έχει αναγουλιάσει | να έχει αναγουλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναγουλιάσει | είχαμε αναγουλιάσει | θα έχουμε αναγουλιάσει | να έχουμε αναγουλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναγουλιάσει | είχατε αναγουλιάσει | θα έχετε αναγουλιάσει | να έχετε αναγουλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναγουλιάσει | είχαν αναγουλιάσει | θα έχουν αναγουλιάσει | να έχουν αναγουλιάσει |
|