αναγουλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναγουλιάζω < ανα- + μεσαιωνική ελληνική γούλα + -ιάζω < λατινική gula (λαιμός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷel- (λαιμός)

αναγουλιάζω

  1. μου έρχεται αναγούλα
  2. αηδιάζω (ηθικά)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]