Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναρροφώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναρροφώ < αρχαία ελληνική ἀναρροφέω / ἀναρροφῶ

αναρροφώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]