ανταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανταίνω < αρχαία ελληνική ἀντάω (δείτε και συναντώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ανταίνω/αντένω/ντένω, στ.μέλλ.: θα αντέσω, αόρ.: έντεσα/άντεσα, μτχ.π.π.: ντεμένος

  1. προσκρούω σε εμπόδιο, εμπλέκομαι
    ※  χιόνιζε εψές και σήμερα, χαλάζι μάς σταφνίζει.
    Ζάβαλοι εμείς που ντέσαμαν εδώ στο Ραντοβίζι.
    (Γιώργος Κοτζιούλας, από το ποίημα «Πίσω απ'τον κόσμο» 2/5/1944 @sarantakos)
    ※  Βάτος δεν ανταίνει ς' το σπίτι του, (παροιμία της Λακωνίας που λέγεται για άδειο σπίτι, ότι δηλαδή ακόμη και βάτο να περιφέρεις στο σπίτι, δε θα βρει τίποτα να πιαστεί επάνω, να σκαλώσει, ούτε ρούχα, ούτε στρώματα να μπλεχτούν τα αγκάθια του @books.google)
    ※  Σε ολίγες ημέρες ανταίνει ο Κριτζώτης κι' ο Τζόκρης εις τ' Άργος (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Bιβλίον Δ΄, 1843-1851)
  2. συναντάω κάποιον
    ※  Μαρή μέ τα δασιά κουμπιά καί μέ τα μαΰρα μάτια,
    στήν πέρα ρούγα μή διαβείς, στή δώθε μήν περάσεις,
    ανταίνει ο γιός μ' άπό κρασί κι άπό ψηλή ταβέρνα,
    πιάνει σου κόβει τά κουμπιά, φιλεί τά μαύρα μάτια
    (Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Ι. Ν. Κουφός, Σείριος, 1970, σελ. 163)
  3. παθαίνω κάτι (π.χ. πόνο σε μέλος του σώματος) από επίδραση δαιμονικού χαρακτήρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]