αποκορυφώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκορυφώνω < (ελληνιστική κοινήἀποκορυφόω / ἀποκορυφῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκορυφώνω (παθητική φωνή: αποκορυφώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]