απολακτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απολακτίζω < αρχαία ελληνική ἀπολακτίζω

απολακτίζω (παθητική φωνή: απολακτίζομαι)

  1. κλοτσώ κάτι μακριά, το διώχνω με κλοτσιές
  2. (μεταφορικά) απορρίπτω κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]