αφθονώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]αφθονώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
είμαι σε αφθονία, σε μεγάλη ποσότητα
διαθέτω πληθώρα από κάτι, αφθονώ σε κάτι
|