αχούλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αχούλ | αχούλεα |
γενική | αχουλί | αχουλίων |
αιτιατική | αχούλ | αχούλεα |
κλητική | αχούλ | αχούλεα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχούλ ουδέτερο
- το μυαλό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- όποιος 'κ εχ' αχούλ, εχ' ποδάρια. : όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.
- Ο αχουλούς ους να ενούνιζεν ο ζαντός επέρασεν το ποτάμ.: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλωμένος, ο τρελός έχει διαβεί το ποτάμι.
- Ο αχουλούς ους να νουνίζ, ο παλαλόν κρούει και διαβέν.: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλωμένος, ο τρελός χτυπάει και φεύγει.