αχούλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αχούλ αχούλεα
γενική αχουλί αχουλίων
αιτιατική αχούλ αχούλεα
κλητική αχούλ αχούλεα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχούλ < τουρκική akıl < αραβική عقل

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈxul/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχούλ ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • όποιος 'κ εχ' αχούλ, εχ' ποδάρια. : όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.
  • Ο αχουλούς ους να ενούνιζεν ο ζαντός επέρασεν το ποτάμ.: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλωμένος, ο τρελός έχει διαβεί το ποτάμι.
  • Ο αχουλούς ους να νουνίζ, ο παλαλόν κρούει και διαβέν.: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλωμένος, ο τρελός χτυπάει και φεύγει.

Συγγενικά[επεξεργασία]