βετέξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βετέξ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική wettex. Η λέξη Wettex είναι σουηδική εμπορική ονομασία προϊόντος και αναλύεται ως wet + tex(tile).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βετέξ ουδέτερο άκλιτο
- απορροφητικό συνθετικό πανί για τον καθαρισμό επιφανειών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βετέξ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- βετέξ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)