βοστρυχίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοστρυχίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βοστρυχίζω < αρχαία ελληνική βόστρυχος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vo.stɾiˈçi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

βοστρυχίζω (καθαρεύουσα)

  1. (σπάνιο) σχηματίζω βόστρυχους
  2. (σπάνιο) κατσαρώνω, σγουραίνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

(ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]