βούλγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βούργια, βουλγία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούλγα < (άμεσο δάνειο) λατινική bulga < γαλατική bolgā < πρωτοκελτική *bolgos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰelǵʰ- (φουσκώνω)
Δε σχετίζεται ο Βούλγαρος, πρωτοτουρκικής αρχής.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούλγα θηλυκό

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]