γκουάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκουάς < γαλλική gouache < ιταλική guazzo < λατινική aquatio (ποτίστρα, υδρείο)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡwaʃ/ (όπως στη γαλλική λέξη gouache)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκουάς ουδέτερο άκλιτο

  1. (τύπος χρώματος) αδιαφανής τύπος χρώματος, διάλυμα κόλλας και μελιού, κατάλληλο για υδατογραφίες
    → δείτε τη λέξη όρος αδιαφανής υδατογραφία
  2. (ζωγραφική) τεχνική ζωγραφικής με χρώμα τύπου γκουάς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)