γκουρμέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκουρμέ < γαλλική gourmet

Επίθετο[επεξεργασία]

γκουρμέ άκλιτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκουρμέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]