δι' ολίγων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δι᾿ ολίγων < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δι᾿ ὀλίγων < διά + ὀλίγος

Επίρρημα[επεξεργασία]

δι᾿ ολίγων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]