διαδικασιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδικασιακά < διαδικασιακ(ός) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ði.ka.si.aˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δι‐κα‐σι‐α‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαδικασιακά (τροπικό επίρρημα)
- με διαδικασιακό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδικασιακά
|
Πηγές[επεξεργασία]
- διαδικασιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαδικασιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαδικασιακός